Δύο λέξεις, έντεκα γράμματα και το μονοπάτι
μιας ζωής που μόλις αφέθηκες να εξερευνήσεις. Μα ο ενθουσιασμός της νέας αρχής
γρήγορα εξατμίζεται όταν αντιλαμβάνεσαι σε πόσο μαύρα νερά κολυμπάς. Και
κλείνεις τα μάτια και πέφτεις στα γόνατα και παρακαλάς να γυρίσεις πίσω.
Πίσω, τότε που δεν ήξερες πολλά, γι’ αυτό όλα
ήταν εύκολα. Το έχουν πει πολλοί άλλωστε ότι η άγνοια είναι ευτυχία. Παρακαλάς
να γυρίσεις πίσω, τότε που ο ρομαντισμός δεν εξαντλούνταν στα όρια μιας νύχτας
πάθους και το σ’ αγαπώ είχε διάρκεια μεγαλύτερη. Πίσω, τότε που φλέρταρες με τα
μάτια και όχι με σχόλια σε φωτογραφίες. Τότε, που άφηνες τον άλλο να σε
ανακαλύψει και δεν του παρουσιαζόσουν με προετοιμασμένες ατάκες, που αλλάζουν
αυτό που είσαι αλλά θα τον κάνουν εγγυημένα δικό σου.
Και μετά ανοίγεις τα μάτια και
συνειδητοποιείς ότι δε γίνεται να γυρίσεις πίσω. Και τα νερά στα οποία
κολυμπάς, μαυρίζουν και βαθαίνουν. Και λίγο πριν βυθιστείς, συνέρχεσαι και
ψάχνεις τρόπο να φέρεις το πίσω, εδώ. Και η αναζήτηση αυτή, ξέρεις ότι μπορεί
να πάρει χρόνια. Όπως ξέρεις και ότι μπορεί να μη καρποφορήσει. Εάν όμως το
καταφέρεις, θα ανοίξεις την πόρτα σε έναν παράδεισο που λόγια δεν μπορούν να
περιγράψουν. Και θα στροβιλίζεσαι σε μία δίνη ατέρμονη και ασύγκριτα δυνατή.
Γιατί το γράφω αυτό ακριβώς, δεν ξέρω. Η
μάλλον ξέρω. Γράφω γιατί αυτό που ψάχνω, το βρίσκω σε λάθος άτομα. Σε άτομα που
για εμένα δεν σημαίνουν πολλά. Οι πράξεις με αγγίζουν, μα οι ψυχές δεν
ταυτίζονται. Δεν ξέρω πώς να στο πω.
Να σου χαμογελάω και να
φωτίζεσαι, αυτό θέλω. Να με κρατάς από το χέρι και να γελάς. Αυτό.
Κείμενο μιας φίλης
photo by http://www.santabanta.com/photos